- γειτονοπούλα
- ηκόρη τού γείτονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γειτονοπούλα — η η κόρη του γείτονα: Ερωτεύτηκε μια γειτονοπούλα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γείτονας — ο (θηλ. ισσα, η) (AM γειτων, ο, η) 1. αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον άλλο 2. φρ. «πρώτα το γείτονα και μετά τον αδερφό» (γιατί μερικές φορές οι γείτονες προστρέχουν να μας βοηθήσουν πιο αποτελεσματικά κι απ τους συγγενείς) β.… … Dictionary of Greek
τρελαίνω — και παλ. τ. τρελλαίνω Ν [τρελ (λ)ός] 1. κάνω κάποιον τρελό, κάνω κάποιον να χάσει τα λογικά του («ο χαμός τού παιδιού της τήν τρέλανε») 2. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον πάρα πολύ, κάνω κάποιον να υποφέρει πολύ («τήν τρέλανε στο ξύλο») 3. κάνω… … Dictionary of Greek
γειτονόπουλο — το το παιδί του γείτονα: Μικρός έπαιζα ποδόσφαιρο με τα γειτονόπουλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)